Μεσοκοπος, ηλιοκαμένος, αξύριστος, απλυτος εδω και τρείς μηνες, με μια τρυπα στον χιτωνα του στο μεγεθος γροθιάς, λασπωμένες μπότες και τοξο χωρις χορδη, στέκει ο Danzel και αγνατευει τα τείχη του Arrwynd. Η σπάθα του, σκουριασμένη απο την αναποδη, φαγωμενο σιδερο ακιδωμενο απο την καλή, σημαδι οτι χρησιμοποιηθηκε υπερβολικα, ειναι πλέον αναξιόπιστη. Στην πλάτη του, τσουβαλιασμένος ενας όγκος που μοιάζει ασηκωτος, μα ο Danzel τον κρατα με το χέρι σφιχτα πανω απο τον ώμο. Το σπασμενο του βημα που τρεκλιζει προδιδει την κουραση του. Ειναι κούραση, είναι πείνα και δίψα συνάμα. Είναι πλέον σίγουρος οτι εχει ξεφυγει τον κίνδυνο. Ναι, εχει σιγουρα ξεφυγει τον κινδυνο των ορκ, είναι πλέον μεσα στα εδάφη του βασιλειου του. Είναι τα τείχη που φαίνονται, ειναι οι λόφοι στα δυτικά του, και ο παλιός ρημαγμενος αμπελώνας των ξωτικών στα ανατολικά. Αργα η γρηγορα θα τον βρεί η περίπολος της παλιάς του πολεμικής ομάδας. Οι Pathfinders περιπολουν συχνά αυτα τα μέρη και ο Danzel δε βλέπει την ωρα που θα ακούσει το βουκινό τους με τους δωδεκα βραχυς σφυριγμους, σημαδι της περιπόλου που ερχεται προς βοήθεια. Η κουραση του είναι τετοια που το μόνο που τον κρατα όρθιο να συνεχισει να τρεκλιζει, είναι η ιδέα οτι θα καταρρευσει αμεσως μόλις ακουσει το βούκινο. Και αιντε, και δωστου λιγο ακόμα.
-Ενα βημα ακόμα Danzel, ενα βημα ακομα, λέει στον εαυτο του καθε τόσο.
Η πείνα και η κουραση του έχουν δημιουργησει παραισθήσεις. Φαντασιωνετε κάποιον άλλον να του μιλά και να τον παροτρυνει να προχωρησει, και βαζει τον εαυτο του μια στο ρόλο του ενθαρρυτη, μια στο ρόλο του διαβατη. Και έτσι αργα και βασανιστικα πάει προς τα τείχη. Εχει χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν εχει την ικανοτητα να κρινει πόσα λεπτα περασαν απο την προηγουμενη στιγμη που προσπάθησε να κρινει πόσα λεπτα πέρασαν. Το μόνο που του μένει είναι να περπατησει προς τα τείχη με το τσουβαλι στον ώμο.
Δεν γινετε, πολύ αργει το βούκινο. Σταματά για λίγο και καταλαβαινει πως πρέπει να ξαλαφρυνει. Τι να πεταξει πρωτο? Το σάκο? Εχει γινει ο σκοπός της ζωης του να τον φτασει στο παλάτι. Την αρματωσιά του? Ο δυνατος ήλιος θα τον εξαντλήσει μια ώρα αρχίτερα. Χωρις άλλη επιλογη ο Danzel βγάζει το τόξο του και την μισοκατεστραμενη του βαρια σπάθα. Τα αγκαλιάζει και τα φιλά και τα δύο και τα ριχνει στο χωμα.
-Ειθε η βροχη να σε σκουριάσει γρηγορα καλή μου σπάθα, να μη σε βρούν τα όρκ, και εσενα πιστο μου τόξο είθε ο Haldrian να ρίξει το δυνατο του ηλιο και να σε χαλάσει. Σας ευχαριστω... και συγνωμη.